Τρίτη 17 Νοεμβρίου 2015

Εγχειρίδιο πούστικου φόνου για πειραγμένους - Ο Μανωλάκης και το λουκούμι

Ο Μανωλάκης μεγάλωσε σε ένα ορεινό χωριό της Ηπείρου, που ήταν γεμάτο πρόβατα, έλατα και χωριάτες. Ήταν το μικρότερο από τρία αγόρια μιας αγροτικής, πατριαρχικά οργανωμένης οικογένειας, με κάποια αγροτική και κτηνοτροφική περιουσία. Το πρώτο από τα παιδιά ήταν το έξυπνο, το δεύτερο ήταν το όμορφο κι άρα δεν έμεινε σ΄ αυτόν παρά να είναι το καλό. Δηλαδή το όχι αρκετά έξυπνο κι ούτε αρκετά όμορφο, κι άρα ο βλάκας, το κρίμα της οικογένειας, η ντροπή, βλάκας μωρέ παιδί μου, βλάκας. Δεν μάθαμε ποτέ αν η νοητική του υστέρηση ήταν από γεννησιμιού του ή αποτέλεσμα επιτέλεσης του κοινωνικού ρόλου που του επιφυλάχθηκε κι έπρεπε να παίξει, και που του μεταδόθηκε όχι μόνο στο επίπεδο του λόγου, αλλά και με μπόλικο ξύλο και χτυπήματα στο κεφάλι ήδη από πολύ μικρόν, αρχικά από τον πατέρα, μετά από τα αδέρφια, μετά από τη μάνα που πείστηκε σιγά σιγά ότι καλύτερα ο Μανώλης να γίνει κάτι ανάμεσα σε άνθρωπο και μουλάρι, να βοηθάει στις δουλειές, και να μην πάρει κλάσμα από την περιουσία, αυξάνοντας έτσι τον παρονομαστή στο κλάσμα των άλλων δύο από τους λεβέντες μας, και μετά από το υπόλοιπο χωριό, που ευτυχώς δεν τον συναντούσε και πολύ συχνά καθώς η οικογένεια τον έκρυβε από πανηγύρια, γιορτές και μουσαφίρηδες και τον είχε πάντα στο βουνό με τα πρόβατα. 

Μόνο ο παπάς του χωριού αγαπούσε τον Μανωλάκη. Τον έψαχνε στο βουνό και πήγαινε και του έδινε από κανένα λουκούμι που πολύ του άρεσαν του Μανωλάκη. Τον έβαζε να κάτσει στα πόδια του και όσο ο Μανωλάκης έτρωγε το λουκούμι, ο παπάς τον χάιδευε στο κεφάλι, στα άτριχα μπουτάκια του, στην κοιλίτσα του και με τον καιρό έφτασε και στο κολαράκι. Μετά του έλεγε αν θέλει να του γλύψει τα δάχτυλα που έχουν ζάχαρη από το λουκούμι και ο Μανωλάκης το έκανε με μεγάλη χαρά καθώς τέτοια τρυφερότητα δεν του είχε προσφερθεί ξανά από άνθρωπο. 

Μια τέτοια μέρα, παραμονή δεκαπενταύγουστου ήτανε, κίνησε ο παπάς με το λουκούμι στο χέρι να βρει το Μανωλάκη στα πρόβατα. Κάτσανε δίπλα στο ποτάμι και ακολουθήθηκε η ίδια ιεροτελεστία. Αλλά, αυτή τη φορά,  αφού ο Μανωλάκης έγλυψε και τα δάχτυλα του παπά με ένα χαμόγελο ευχαρίστησης στο πρόσωπό του, ο παπάς του είπε ότι αν θέλει λίγη ζάχαρη ακόμα να γλύψει, έχει ανάμεσα στα πόδια του, κι έκανε έτσι κι άνοιξε το ράσο του και έκπληκτος ο Μανωλάκης είδε ένα παλουκάκι ανάμεσα σε τρίχες, πασαλειμμένο με ζάχαρη άχνη. Δεν ήξερε ότι κι οι άνθρωποι κουβαλάν τέτοιο πράμα εκεί, το είχε δει μόνο στα άλογα και στα γαϊδούρια. Σάστισε και έκανε να φύγει, δεν ήθελε άλλη ζάχαρη. Κάτι του έλεγε πως καλύτερα να πάει αμέσως στα πρόβατα. Όμως ο παπάς του είπε να μη φύγει αν δεν δοκιμάσει, κι έτσι ο Μανωλάκης πλησίασε αργά και διστακτικά, αλλά όταν έφτασε αρκετά κοντά σιγουρεύτηκε ότι πράγματι δε θέλει κι έκανε να φύγει. Τότε όμως ο παπάς του άστραψε μια ανάποδη που είδε το κόσμο να γυρίζει ο Μανωλάκης. Όταν κάπως συνήλθε βρέθηκε ξαπλωμένος μπρούμυτα στο χώμα, με κατεβασμένη τη σκελέα του και γυμνό τον κώλο του, και τον παπά να έχει πετάξει τα ράσα του, να βάζει σάλιο στο ζαχαρωμένο του πουλί και προσπαθεί να τον βάλει μέσα του. Έκανε να φωνάξει αλλά ο παπάς του έκλεισε το στόμα - άλλωστε και ποιος να τον ακούσει, τα πρόβατα; Ένιωσε ένα κάψιμο κι έναν πόνο που τον παρέλυσε. Δε θυμάται τίποτα άλλο εκτός από τον παπά να του λέει πως αν πει τίποτα πουθενά, ο θεός θα τον σκοτώσει, κι αυτόν κι όσους αγαπάει. Ο παπάς έφυγε κι αυτός μπήκε μέσα στο παγωμένο ποτάμι γιατί ήθελε τόσο πολύ να πλυθεί. Να πλυθεί και να μην πονάει. Και να μην θυμάται. 

Δεν μπόρεσε να κοιμηθεί όλη νύχτα. Πονούσε και δεν ήξερε τι να σκεφτεί. Γιατί του το έκανε αυτό; Όταν έβλεπε τα ζώα να είναι έτσι ενωμένα δε του φαινόταν να είναι τόσο κακό, ούτε ότι πονάνε. Τι κακό είχε κάνει; Κι αν έγινε έτσι αυτό μια φορά, μήπως είναι σαν το ξύλο κι άρα θα ξαναγίνει, έστω κι αν πονάει; Κι αν το πει; Κι αν πεθάνουν τα πρόβατα; Και που να το πει; Κι έχει κι ο πατέρας του και τα αδέρφια του τέτοιο; Δεν μπορούσε να καταλάβει τίποτα. Όλη νύχτα πέρασε με μία λέξη κολλημένη στο μυαλό του: βλάκας. 

Την επόμενη ξημέρωσε πανηγύρι. Του είχε πει η μάνα του να μην κατέβει καν στο χωριό και τον δει ο κόσμος, και του είχε δώσει ψωμί και τυρί για τρεις μέρες. Αλλά δεν είχε όρεξη να φάει τίποτα. Άκουγε από μακριά τη λειτουργία από τα μεγάφωνα της εκκλησίας που ήταν λίγο έξω από το χωριό, και μετά τα κλαρίνα να πηγαίνουν τον κόσμο από την εκκλησία στην πλατεία. Σκοτείνιασε. Το αίμα είχε σταματήσει. Έβαλε τα πρόβατα στη στάνη και πήρε το δρόμο για την εκκλησία. Ανέβηκε σε ένα παράθυρο να δει τι γίνεται μέσα και είδε τον παπά μόνο του να τακτοποιεί το ιερό. Τρύπωσε αθόρυβα στην εκκλησία και λίγο μετά ακούστηκε ένας γδούπος και σαν κάτι να σπάει. 


Όταν πέρασε η ώρα κι ο παπάς δεν κατέβαινε στο πανηγύρι η παπαδιά ανησύχησε κι έκανε κατ΄ την εκκλησία να δει τι είχε συμβεί. Τον βρήκε σε μια λίμνη αίματος, μπρούμυτα στο μάρμαρο με ανοιγμένο το κεφάλι, και πάνω του τον μεγάλο ξύλινο εσταυρωμένο. Κανείς δεν μπόρεσε να εξηγήσει πως έγινε και λύθηκε ο εσταυρωμένος από την κολόνα που τον κρατούσε όρθιο σε μία γωνία στο ιερό και έπεσε και τον πλάκωσε. Δεν έλειπε τίποτα από την εκκλησία, ούτε λεφτά, ούτε εικόνες. Μόνο αν ήταν κάποιος πολύ προσεκτικός θα παρατηρούσε ότι στο μαρμάρινο σκαλοπάτι, δίπλα στον αιμόφυρτο πάτερ, είχε πέσει λίγη άσπρη σκόνη κι έλειπε κι ένα λουκούμι από το κουτί. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου